- πανικοβάλλομαι
- πανικοβάλλομαι, πανικοβλήθηκα, πανικοβλημένος βλ. πίν. 147
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καταπλήσσω — (Α καταπλήσσω και αττ. τ. καταπλήττω) προξενώ θαυμασμό ή φόβο σε κάποιον, κάνω κάποιον να τά χάσει, να μείνει άναυδος, σαστίζω, εντυπωσιάζω, θαμπώνω, εκπλήσσω αρχ. 1. χτυπώ δυνατά 2. εκφοβίζω, τρομάζω με φωνές 3. μτφ. μέσ. καταπλήσσομαι… … Dictionary of Greek
κατατρομάζω — (επιτ. τ. τού τρομάζω) 1. τρομάζω κάποιον υπερβολικά, εκφοβίζω, τρομοκρατώ, καταφοβίζω 2. (αμτβ.) τρομάζω πολύ, τρομοκρατούμαι, καταλαμβάνομαι από φόβο, πανικοβάλλομαι … Dictionary of Greek
πανικοβάλλω — 1. προκαλώ πανικό 2. μέσ. πανικοβάλλομαι κυριεύομαι από πανικό, μέ πιάνει μεγάλος φόβος για κάτι, τρομοκρατούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανικός + βάλλω «ρίχνω, χτυπώ»] … Dictionary of Greek
πανικόβλητος — η, ο [πανικοβάλλομαι] αυτός που έχει κυριευθεί από πανικό είτε εξαιτίας ενός υπαρκτού είτε εξαιτίας ενός φανταστικού ή αναμενόμενου γεγονότος, τρομοκρατημένος, υπερβολικά φοβισμένος … Dictionary of Greek
πανικοβάλλω — πανικόβαλα, πανικοβλήθηκα, πανικοβλημένος 1. μτβ., προκαλώ πανικό, τρομάζω: Οι πρώτες σεισμικές δονήσεις πανικόβαλαν τον κόσμο. 2. μέσ., πανικοβάλλομαι με πιάνει πανικός, τρομοκρατούμαι: Ο κόσμος πανικοβλήθηκε περισσότερο από τις ανεύθυνες… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρομάζω — τρόμαξα, τρομαγμένος 1. μτβ., φοβίζω κάποιον ξαφνικά ή δυνατά, τον αλαφιάζω: Δε σε κατάλαβα και με τρόμαξες. 2. αμτβ., κυριεύομαι ξαφνικά από φόβο, πανικοβάλλομαι: Τρόμαξα μόλις τον είδα έτσι. 3. συναντώ μεγάλη δυσκολία σε κάτι, κάνω κάτι με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)